- ὑδαρότης
- ὑδαρότης, ητος, ἡ, Wässerigkeit
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
υδαρότης — ητος, ἡ, Α [ὑδαρής] 1. η ιδιότητα ή η κατάσταση τού υδαρούς 2. μτφ. α) (για πρόσ.) αδυναμία ii) χαλάρωση ηθών β) (για πράγμ.) η ιδιότητα τού μαλακού ή τού ευμετάβλητου … Dictionary of Greek